προσφιλονικήσαντες

προσφιλονικήσαντες
προσφιλονῑκήσαντες , προσφιλονεικέω
vie with
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσφιλονεικώ — και προσφιλονικῶ, έω, ΜΑ φιλονικώ με κάποιον για κάτι («προσφιλονικήσαντες πρὸς τὸ γεγονὸς ἐλάττωμα αὐτοῑς Ρωμαῑοι», Πολ.) αρχ. 1. υπερασπίζω κάτι με θέρμη 2. εμμένω, επιμένω 3. αμφισβητώ κάτι («εἰ... προσφιλονεικοίη τις ἄρτιον καὶ ἐξ ἑκατέρου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”